- ἐκποικίλλω
- ἐκποικίλλω, strengthd. for ποικίλλω, Max.Tyr.10.2 ([voice] Pass.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εκποικίλλω — ἐκποικίλλω (Α) 1. στολίζω εντελώς 2. καθιστώ κάτι πολύπλοκο … Dictionary of Greek